- πολεμοχαρής
- belliqueux
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πολεμοχαρής — ές, ΝΜ αυτός που αγαπά τον πόλεμο, φιλοπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής] … Dictionary of Greek
Ιλλυρία — Αρχαία περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου στην οποία κατοικούσαν οι Ιλλυριοί. Στους προϊστορικούς χρόνους μια ομάδα φυλών που μιλούσαν διαλέκτους μιας ινδοευρωπαϊκής γλώσσας εγκαταστάθηκε στις βόρειες και τις ανατολικές ακτές της Αδριατικής, στις… … Dictionary of Greek
αείθουρος — ἀείθουρος, ον (Α) ο αιώνια φιλοπόλεμος, μαχητικός, πολεμοχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θοῡρος (= ορμητικός, επιθετικός] … Dictionary of Greek
αμαζόνα — η (Α ως κύριο όνομα Ἀμαζών) η μυθική Αμαζών (βλ. Αμαζόνες) νεοελλ. 1. γυναίκα που ασκείται στην ιππασία και ιππεύει με μεγάλη επιδεξιότητα 2. εύσωμη, σφριγηλή και αθλητική γυναίκα 3. γενναία, πολεμοχαρής γυναίκα, αντρογυναίκα αρχ. 1. ως επίθ. τής … Dictionary of Greek
αρειμάνιος — α, ο (Α ἀρειμάνιος, ον) νεοελλ. 1. ο ανδρείος, ο παλληκαράς («αρειμάνιοι πολέμαρχοι») 2. αυτός που προσπαθεί να επιδείξει ανδρισμό με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του («του απάντησε με ύφος αρειμάνιο», «εκάπνιζε αρειμανίως») αρχ. ο πλήρης… … Dictionary of Greek
λιμνοχαρής — ές (Α λιμνοχαρής, ές) αυτός που αγαπά τις λίμνες, που αρέσκεται να ζει μέσα ή κοντά σε λίμνες αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο λιμνοχαρής ή λιμνοχαρίς όνομα βατράχου στη Βατραχομυομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής,… … Dictionary of Greek
μαχητικός — ή, ό (Α μαχητικός, ή, όν) [μαχητής] 1. κατάλληλος για μάχη, πολεμικός (α. «δέδωκε γὰρ ἡ φύσις τοῑς μὲν ὄνυχας, τοῑς δὲ ὀδόντας μαχητικούς», Αριστοτ. β. «ο στρατός δεν ήταν εφοδιασμένος με μαχητικά αεροπλάνα») 2. αυτός που έχει κλίση για μάχη ή… … Dictionary of Greek
οπλοχαρής — ὁπλοχαρής, ές (Α) αυτός που αγαπά τα όπλα, που χαίρεται με τα όπλα, πολεμοχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιματο χαρής] … Dictionary of Greek
πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… … Dictionary of Greek
πολεμόχαρος — η, ο πολεμοχαρής, φιλοπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + χαρος (< χαρά), πρβλ. ηλιό χαρος] … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek